Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στις πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι᾿ αυτούς σα μία γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ᾿ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι᾿ αυτό
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Γιατί είναι τ᾿ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ᾿ ένα σημείο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Και τότε οι ναύτες που πολύ σπάνια λυγάει η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουνε θερμή, γυναίκα αγαπητή.
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910
δε νομίζω πως κοιμάμαι, δε νομίζω πως δεν ακούω όταν μου ψιθυρίζεις στ' όνειρο.....έχω απλά κλειστά τα βλέφαρά μου κι απολαμβάνω να σ’ ακούω να μου μιλάς για όσα θέλεις να πείς και για όσα δεν τολμάς να μου πεις όσο ξύπνιοι κι αν είμαστε, σαν κοιτιόμαστε στα μάτια....
Σ' Αγαπώ.....................................................
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στις πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι᾿ αυτούς σα μία γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ᾿ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι᾿ αυτό
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Γιατί είναι τ᾿ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ᾿ ένα σημείο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουνε θερμή, γυναίκα αγαπητή.
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910
δε νομίζω πως κοιμάμαι, δε νομίζω πως δεν ακούω όταν μου ψιθυρίζεις στ' όνειρο.....έχω απλά κλειστά τα βλέφαρά μου κι απολαμβάνω να σ’ ακούω να μου μιλάς για όσα θέλεις να πείς και για όσα δεν τολμάς να μου πεις όσο ξύπνιοι κι αν είμαστε, σαν κοιτιόμαστε στα μάτια....
Σ' Αγαπώ.....................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου