πολυαγαπημένη μου κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφυο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ.
γυμνή είσαι τοσο απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.
Γυμνή σαν τη νυχτιά της Κούβας γαλανίζεις,
μ’ αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα,
σάμπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.
Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου
σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη,
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει
Πάμπλο Νερούδα
Ιλυ........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου