Ήταν 1947 όταν ο Αλμπέρ Καμύ δημοσίευε την «Πανούκλα», που
περιγράφει τη σταδιακή εξάπλωση μιας αιφνιδιαστικής ασθένειας σε μια «φυσιολογική πολιτεία» των καιρών. Μια
πολιτεία στην οποία «πλήττεις και
πασχίζεις ν’ αποκτήσεις συνήθειες. Οι συμπολίτες μας δουλεύουν πολύ, μα πάντα
για να πλουτίσουν. Ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το εμπόριο κι ασχολούνται πρώτα
απ’ όλα, όπως λένε, με τις μπίζνες.»
Στην πολιτεία της πανούκλας κάθε ανθρώπινη σχέση δομείται με
βάση το σταγονόμετρο του υπολογισμού και της ρουτίνας: «Οπωσδήποτε, σήμερα, τίποτα δεν είναι πιο φυσικό από το να βλέπεις
ανθρώπους να δουλεύουν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και ν' αφιερώνουν στη
συνέχεια τον καιρό που τους απομένει στα χαρτιά, στο καφενείο και στο
κουβεντολόι.» και ο ίδιος ο έρωτας, ο μεγάλος αντιστασιακός, καταλήγει να μετατραπεί
είτε σε μέσο εκτόνωσης, είτε σε απομεινάρι της καθημερινότητας: «Κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητο να
διασαφηνίσουμε με ποιο τρόπο ερωτεύονται στον τόπο μας. Οι άντρες και οι
γυναίκες είτε καταβροχθίζονται βιαστικά σ᾽ αυτό που αποκαλούμε ερωτική πράξη, είτε
βυθίζονται σε μια μακρόχρονη συνήθεια για δύο. Ανάμεσα σε τούτα τα άκρα, συχνά
δεν υπάρχει μέση οδός. Από έλλειψη χρόνου και σκέψης, οι άνθρωποι είναι
αναγκασμένοι ν’ αγαπιούνται δίχως να το ξέρουν.»
Ποια είναι η στάση των ανθρώπων απέναντι στην αρρώστια και
τον θάνατο? «Το πρωτοφανές στην πόλη μας είναι
η δυσκολία που συναντά κανείς όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει. [...] υπάρχουν
πόλεις και χώρες που σε συντρέχουν στην αρρώστια, όπου μπορείς, κατά κάποιο
τρόπο, ν᾿ αφεθείς με εμπιστοσύνη στις φροντίδες που σου παρέχουν. ένας άρρωστος
έχει ανάγκη από τρυφερότητα, του αρέσει να στηρίζεται κάπου, πράγμα πολύ
φυσικό. Στο Οράν όμως, το τραχύ κλίμα, η σπουδαιότητα των εμπορικών συναλλαγών,
ο ανύπαρκτος διάκοσμος, το γρήγορο σούρουπο και η ποιότητα των απολαύσεων, όλα
γενικά απαιτούν καλή υγεία. Ο άρρωστος είναι ολομόναχος. Σκεφτείτε λοιπόν τον
ετοιμοθάνατο, παγιδευμένο πίσω από εκατοντάδες τοίχους που τριζοβολούν απ’ την
κάψα, ενώ, την ίδια στιγμή, ένας ολόκληρος πληθυσμός, στα τηλέφωνα ἡ στα καφενεία,
μιλά για συναλλαγματικές, φορτωτικές και προεξοφλήσεις. Θα καταλάβετε τότε πόσο
άβολος μπορεί να είναι ο θάνατος, ακόμα κι ο μοντέρνος, όταν επέρχεται έτσι σ’ έναν
ξερότοπο.»
Αυτή, λοιπόν, είναι η βασική σκιαγράφηση της πολιτείας στην
οποία εξαπλώνεται η πανούκλα. Μια πολιτεία παραδομένη στις συναλλαγματικές του
κέρδους, στην επιφάνεια των σχέσεων και στην περιθωριοποίηση της ασθένειας. Η
τελευταία μοιάζει με κάποιον ανεπιθύμητο άγνωστο επισκέπτη. Έναν ξένο. Μα αν η
αρρώστια μοιάζει με «ξένο» -- πόσο
ξένες άραγε είναι ήδη οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους? Πόσο ξένη είναι ήδη
η πολιτεία πριν την εξάπλωση της πανούκλας? Δεν έχουμε παρά να αναρωτηθούμε,
που βρίσκεται η αρρώστια? Σε κάποιον μυστηριώδη και ύπουλο ιό που εξαπλώνεται
σταδιακά? ή μήπως στην ίδια την καρδιά και καθημερινότητα της συγκεκριμένης «φυσιολογικής» πολιτείας?
Για τον Καμύ η «πανούκλα»
συνιστά τον μεγάλο καθρέφτη αυτής της πολιτείας. Γιατί μόνο στην εξάπλωσή της αποκαλύπτεται
το πρόσωπο των ανθρώπων πίσω και πέρα από τη μάσκα της καθημερινότητας. Η
αρρώστια ξεγυμνώνει τους ανθρώπους. Η στάση τους απέναντί της συνιστά μαρτυρία
της γενικότερης στάσης ζωής τους. Κάποιοι επιλέγουν να ξεχάσουν... Και κάποιοι
άλλοι επιλέγουν να αγωνιστούν -- και να ανακαλύψουν έτσι το καταχωνιασμένο
ανθρώπινό τους πρόσωπο.
Η καθημερινή ζωή στην πολιτεία της πανούκλας.. ένα απόσπασμα
Ας μεταφερθούμε τώρα σε στιγμές από την καθημερινότητα στην
πολιτεία, τον καιρό που ἡ πανούκλα έχει εξαπλωθεί για τα καλά και έχει μετατραπεί
σε επιδημία. Η πόλη έχει κλείσει τις πύλες της στον έξω κόσμο και, απομονωμένη
πια, πασχίζει να βρει τους καθημερινούς ρυθμούς της. Ποια είναι η στάση των
πολιτών απέναντι σε μια καθημερινότητα που έχει χάσει το αλλοτινό της νόημα --
όποιο και να ήταν αυτό?
«Έπιασαν οι ζέστες. Καθώς οι πρώτες αυτές ζέστες συνέπεσαν με
μια κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων, που υπολογίστηκαν σε επτακόσια
περίπου μέσα σε μια εβδομάδα, κάτι σαν κατάθλιψη κυρίεψε το Οράν. Στις
συνοικίες, ανάμεσα στους επίπεδους δρόμους και τα σπίτια με τα μπαλκόνια, η
κίνηση λιγόστεψε και, σε γειτονιές όπου οι άνθρωποι ζούσαν πάντα στο κατώφλι
του σπιτιού τους, όλες οι πόρτες έκλεισαν και τα παντζούρια σφάλισαν. Δεν
μπορούσε κανείς να ξέρει αν προσπαθούσαν έτσι να προφυλαχτούν από την πανούκλα ἡ
από τον ήλιο.
Οι συμπλοκές στις πύλες, όπου οι Χωροφύλακες αναγκάζονταν να
κάνουν χρήση των όπλων τους, δημιούργησαν μια βαθιά αναταραχή. Υπήρχαν ασφαλώς
τραυματίες, αλλά στην πόλη, όπου τα πάντα μεγαλοποιούνταν εξαιτίας της ζέστης και
του φόβου, μιλούσαν τώρα για νεκρούς. Είναι πάντως αλήθεια ότι η δυσαρέσκεια
όλο και μεγάλωνε, ότι οι αρχές μας φοβήθηκαν για χειρότερα και σκέφτονταν
σοβαρά τα μέτρα που θα 'πρεπε να λάβουν στην περίπτωση που ο πληθυσμός,
υποδουλωμένος στη μάστιγα της επιδημίας, θα προχωρούσε στην εξέγερση. Οι εφημερίδες
δημοσίευσαν διατάγματα που επαναλάμβαναν την απαγόρευση εξόδου και απειλούσαν
με ποινές φυλάκισης τους παραβάτες. Περίπολοι όργωναν την πόλη.
Συχνά, στους έρημους και πυρωμένους δρόμους, ακουγόταν πρώτα
ο ήχος των πετάλων στο λιθόστρωτο κι έπειτα έβλεπες έφιππους φρουρούς να
περνούν ανάμεσα από σειρές σφαλισμένα παράθυρα. Μόλις η περίπολος χανόταν, μια
βαριά και καχύποπτη σιωπή ξανάπεφτε στην απειλούμενη πόλη. Πού και που
αντηχούσαν πυροβολισμοί των ειδικών ομάδων που, με πρόσφατη διαταγή, είχαν
αναλάβει να σκοτώνουν τους σκύλους και τις γάτες που θα μπορούσαν να μεταδώσουν
ψύλλους. Τούτοι οἱ κοφτοί πυροβολισμοί συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός κλίματος
συναγερμού στην πόλη.
Άλλωστε, μέσα στη ζέστη και τη σιωπή, όλα βάραιναν
περισσότερο στην τρομοκρατημένη καρδιά των συμπολιτών μας. Τα χρώματα του
ουρανού κι οι μυρωδιές της γης που σημαδεύουν την εναλλαγή των εποχών έγιναν,
για πρώτη φορά, αισθητά σε όλους. Ο καθένας καταλάβαινε με τρόμο ότι οι ζέστες
θα ευνοούσαν την επιδημία και, συνάμα, έβλεπε ότι το καλοκαίρι έμπαινε για τα
καλά. Οι κραυγές των πετροχελίδονων ακούγονταν τώρα πιο αδύναμες στο βραδινό
ουρανό. Δεν μπορούσαν πια να συγκριθούν με τα μεγαλόπρεπα δειλινά του Ιουνίου
που ξανοίγουν τον ορίζοντα στον τόπο μας. Τα λουλούδια δεν έφταναν πια
μπουμπούκια στις αγορές, είχαν ανοίξει κιόλας και, μετά το πρωινό ξεπούλημα τα
πέταλά τους έστρωναν τα σκονισμένα πεζοδρόμια. Βλέπαμε καθαρά ότι η άνοιξη είχε
ξεψυχήσει, αφού σκόρπισε απλόχερα χιλιάδες ολάνθιστα λουλούδια που απλώνονταν
παντού τριγύρω, κι ότι τώρα ετοιμαζόταν ν’ αποκοιμηθεί, να συντριβεί σιγά σιγά,
κάτω από το διπλό βάρος της ζέστης και της πανούκλας. Για όλους τους συμπολίτες
μας. τούτος ο καλοκαιριάτικος ουρανός, οι δρόμοι που χλόμιαζαν με τα χρώματα
της σκόνης και της ανίας, είχαν το ίδιο απειλητικό νόημα με την εκατόμβη των
νεκρών που βάραινε κάθε μέρα την πόλη. Το αδιάκοπο λιοπύρι, τούτες οι ώρες με
γεύση ύπνου και διακοπών, δεν καλούσαν πια κανέναν, όπως άλλοτε, στις γιορτές
του νερού και της σάρκας. Απεναντίας, ηχούσαν κούφιες μέσα στην κλειστή και σιωπηλή
πόλη. Είχαν χάσει την μπρούντζινη λάμψη των ευτυχισμένων καιρών. Ο ήλιος της
πανούκλας έσβηνε κάθε χρώμα κι έδιωχνε κάθε χαρά.
Ήταν κι αυτό μια απ τις επαναστατικές αλλαγές που έφερε η αρρώστια.
Όλοι οἱ συμπολίτες μας υποδέχονταν συνήθως με χαρά το καλοκαίρι. Η πόλη
ξεχυνόταν τότε προς τη θάλασσα και πλημμύριζε με τη νεολαία της τις
ακρογιαλιές. Εκείνη τη χρονιά, αντίθετα, οι κοντινές ακτές ήταν απαγορευμένες και
το κορμί δεν είχε πια δικαίωμα ν' απολαύσει τις χαρές της. Τι να κάνεις κάτω
ατό τέτοιες συνθήκες;
Και πάλι ο Ταρού μας δίνει την πιο πιστή εικόνα της ζωής μας
εκείνο τον καιρό. Παρακολουθούσε βέβαια, σε γενικές γραμμές, την εξέλιξη της
πανούκλας, σημειώνοντας συγκεκριμένα πως μια καμπή της επιδημίας είχε γίνει
φανερή από το ραδιόφωνο, όταν άρχισε ν᾿ ανακοινώνει όχι πια εκατοντάδες
θανάτους την εβδομάδα, αλλά ενενήντα δύο, εκατόν επτά, και εκατόν είκοσι
νεκρούς την ημέρα. «Οι εφημερίδες κι οι αρχές κάνουν ζαβολιές με την πανούκλα.
Φαντάζονται πως της αφαιρούν πόντους, επειδή το εκατόν τριάντα είναι μικρότερος
αριθμός από το εννιακόσια δέκα». Αναφέρει επίσης τις σπαραχτικές ἡ τις
θεαματικές όψεις της επιδημίας, όπως εκείνη τη γυναίκα που, σε μια ερημική
γειτονιά με κλειστά παραθυρόφυλλα, άνοιξε απότομα ένα παράθυρο κι έβγαλε δυο
δυνατές στριγκλιές προς το μέρος του πριν σφαλίσει ξανά τα παντζούρια πάνω στο
πυκνό σκοτάδι του δωματίου της. Αλλού πάλι σημειώνει πως οἱ παστίλιες μέντας
είχαν εξαφανιστεί από τα φαρμακεία, επειδή πολλοί τις πιπίλιζαν για να
προφυλαχτούν από ενδεχόμενη μόλυνση. [(...]
Συνάμα, όμως, ο Ταρού αναλάμβανε το εγχείρημα να περιγράψει
διεξοδικά πως περνούσε μια μέρα μέσα στη χτυπημένη απ᾽ την πανούκλα πόλη,
απεικονίζοντας έτσι με ακρίβεια τις ασχολίες και τη ζωή των συμπολιτών μας
εκείνο το καλοκαίρι: “Κανένας δεν γελά
εκτός από τους μεθυσμένους, έλεγε, “κι αυτοί πάλι γελούν υπερβολικά". Ύστερα
άρχιζε την περιγραφή του:
«Το χάραμα, ένα
ανάλαφρο αεράκι φυσάει πάνω απ’ την έρημη ακόμα πόλη. Την ώρα αυτή, ανάμεσα στους
θανάτους της νύχτας και τα ψυχορραγήματα της μέρας, η πανούκλα θαρρείς και
χαλαρώνει για λίγο την προσπάθειά της, για να ξαποστάσει. Όλα τα μαγαζιά είναι
κλειστά. Σε μερικά, όμως, η πινακίδα ″Κλειστό λόγω πανούκλας″ δείχνει
ότι δεν θ᾽ ανοίξουν σε λίγο μαζί με τ’ άλλα. Οι εφημεριδοπώλες, μισοκοιμισμένοι
ακόμα, δεν διαλαλούν τις ειδήσεις, αλλά, ακουμπισμένοι στις γωνιές των δρόμων,
προσφέρουν με κινήσεις υπνοβάτη την πραμάτεια τους στους φανοστάτες. Σε λίγο,
όταν θα τους ξυπνήσουν τα πρώτα τραμ, θα ξεχυθούν σ’ ολόκληρη την πόλη,
ανεμίζοντας τις εφημερίδες όπου φαντάζει η λέξη “Πανούκλα". “Θα έχουμε και
το φθινόπωρο πανούκλα? Ο καθηγητής Μπ΄... απαντά: Όχι". "Εκατόν είκοσι
τέσσερις νεκροί, ο απολογισμός της ενενηκοστής τέταρτης μέρας της πανούκλας".
«Γύρω στις έξι το πρωί, όλες αυτές οι εφημερίδες αρχίζουν να
πουλιούνται στις ουρές που σχηματίζονται έξω απ’ τις πόρτες των καταστημάτων
τουλάχιστον μια ώρα πριν ανοίξουν, ύστερα στα τραμ που καταφθάνουν απ’ τα
προάστια, ξέχειλα από κόσμο. Τα τραμ έχουν γίνει το μοναδικό μεταφορικό μέσο και
προχωρούν με δυσκολία, αφού τα σκαλοπάτια τους και τα κάγκελα κινδυνεύουν να
σπάσουν απ' την πολυκοσμία. Πράγμα περίεργο όμως, όλοι οι επιβάτες, στο μέτρο
του δυνατού, γυρίζουν τις πλάτες ο ένας στον άλλο για ν' αποφύγουν τη μετάδοση
της αρρώστιας. Στις στάσεις, το τραμ ξεφορτώνει άντρες και γυναίκες που
βιάζονται ν᾽ απομακρυνθούν και να μείνουν μόνοι. Συχνά ξεσπούν καβγάδες
εξαιτίας της κακής διάθεσης όλων, που έχει γίνει πλέον χρόνια.»
«Αφού περάσουν τα πρώτα τραμ, η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά, τα
πρώτα καφενεία ανοίγουν τις πόρτες τους, ενώ οι πάγκοι τους είναι γεμάτοι
πινακίδες που γράφουν: “Καφές τέλος",
Να έχετε μαζί σας ζάχαρη κλπ.
Ύστερα ανοίγουν τα μαγαζιά, οι δρόμοι ζωντανεύουν.
Ταυτόχρονα το φως της μέρας δυναμώνει και η ζέστη πυρώνει σταδιακά τον ουρανό
του Ιουλίου. Είναι η ώρα που οι αργόσχολοι αποτολμούν να βγουν στις λεωφόρους.
Φαίνεται πως οι περισσότεροι το 'χουν βάλει σκοπό να ξορκίσουν την πανούκλα
επιδεικνύοντας τα λούσα τους. Καθημερινά, γύρω στις έντεκα, παρελαύνουν στους
κεντρικούς δρόμους νέοι και νέες, Και νιώθεις τότε αυτό το έκδηλο πάθος για τη
ζωή που γιγαντώνεται σ᾽ όλες τις μεγάλες συμφορές. Αν η επιδημία εξαπλωθεί η
ηθική θα χαλαρώσει. Θα ξαναδούμε τις σκηνές ακολασίας που παρατηρήθηκαν στο
Μιλάνο, στα νεκροταφεία.
«Γύρω στις δύο, η πόλη αδειάζει σιγά σιγά και, τότε, η
σιωπή, η σκόνη, ο ήλιος κι η πανούκλα ανταμώνουν στο δρόμο. Η ζέστη κυλά
ασταμάτητα κατά μήκος των ψηλών γκρίζων σπιτιών. Ατέλειωτες φυλακισμένες ώρες
καταλήγουν σε φλογισμένα σούρουπα που κατρακυλούν πάνω στην πολυάνθρωπη και
φλύαρη πόλη.
Τις πρώτες μέρες της κάψας, που και που, χωρίς κανένας να
ξέρει το γιατί, το Οράν ερήμωνε τα βράδια.
Τώρα, όμως, η πρώτη δροσιά φέρνει κάποια ανακούφιση, αν όχι
κάποια ελπίδα. Τότε κατεβαίνουν όλοι στους δρόμους, ξεθεώνονται στο
κουβεντολόι, καβγαδίζουν ή φλερτάρουν και, κάτω απ τον πορφυρό ουρανό του Ιουλίου,
η πόλη, γεμάτη ζευγαράκια και ξεφωνητά, παρασέρνεται στη νύχτα που λαχανιάζει.
«Του κάκου κάθε βράδυ, στις λεωφόρους, ένας θεόπνευστος
γέροντας, με ρεπούμπλικα και τεράστια γραβάτα, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο
πλήθος κι επαναλαμβάνει αδιάκοπα: “Ὃ Θεός είναι μεγάλος, ελάτε σ᾽ Αυτόν’, όλοι,
αντίθετα, τρέχουν βιαστικά προς κάτι άλλο που δεν το γνωρίζουν καλά ή που τους
φαίνεται πιο επείγον απ᾽ το Θεό. Στην αρχή, όσο πίστευαν πως επρόκειτο για μία
συνηθισμένη αρρώστια, η θρησκεία κρατούσε τη θέση της. Μα όταν κατάλαβαν ότι
ήταν κάτι σοβαρό, θυμήθηκαν τις απολαύσεις. Όλη η αγωνία που ζωγραφίζεται τη
μέρα στα πρόσωπά τους μεταβάλλεται μέσα στο φλογισμένο και σκονισμένο σούρουπο,
σ᾽ ένα είδος άγριας έξαψης κι αδέξιας ελευθερίας που παθιάζει έναν ολόκληρο
πληθυσμό.
«Είμαι κι εγώ σαν κι αυτούς. Μα δεν βαριέσαι! Ο θάνατος δεν είναι
τίποτα γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα. Είναι ένα γεγονός που τους δικαιώνει».
Ποια είναι η πανούκλα?
Στην πολιτεία της Πανούκλας του Αλμπέρ Καμύ η ζωή
συνεχίζεται. Ο κόσμος εξακολουθεί να επιζητά τις απολαύσεις, τη διασκέδαση, το
κέρδος, τη φυγή. Ίσως περισσότερο από πριν. Η άμεση επαφή με την ασθένεια
γίνεται αφορμή για να αναδειχτεί το καλά κρυμμένο πρόσωπο του κόσμου. Και ιδού
η πολιτεία, στέκεται γυμνή μπροστά στον θάνατο και επιδεικνύει τα κρυφά
προσόντα της: κάποια όμορφα κάποια άσχημα. Και αν κάποιοι άνθρωποι (οι
περισσότεροι!) καταλήγουν ν’ απομονωθούν ακόμα περισσότερο από τον κόσμο που
τους περιβάλλει, υπάρχουν κι εκείνοι που ατενίζουν με ηρωισμό και αυταπάρνηση
την πραγματικότητα. Και ανακαλύπτουν μια καταχωνιασμένη, μα καλά διατηρημένη,
αίσθηση ελπίδας.
Ποια, λοιπόν, είναι ἡ «πανούκλα»? Ποιος είναι ο μυστηριώδης
εκείνος «ιός» που επιλέγει να εξαπλώνεται,
ανά διαστήματα, στις πολιτείες του κόσμου -- υιοθετώντας κάθε φορά νέες
ενδυμασίες, μα παραμένοντας στο βάθος πάντα ίδιος; Ποιος είναι εκείνος ο
«ξένος» που εισβάλλει απρόσμενα στην καθημερινότητά μας; Την υπερβολικά
μοντέρνα, προβλέψιμη και καλογυαλισμένη αυτή καθημερινότητά μας; Και ποια στάση
οφείλουμε να έχουμε απέναντί του -- και αναμεταξύ μας, ο ένας απέναντι στον
άλλον;
Θα κλείσουμε τα τείχη μας, ώστε να αποφύγουμε την εξάπλωση
του ιού; Ἡ θα ανακαλύψουμε πώς ὁ ιός είναι ακριβώς εκείνα τα τείχη και τα
πρόσωπα που φοβούνται να κοιτάξουν το ένα το άλλο στα μάτια; Τα πρόσωπα που
φοβούνται να ζήσουν -- και γι᾿ αυτόν ακριβώς τον λόγο φοβούνται να πεθάνουν;
Η πανούκλα δεν πηγαίνει κόντρα στη ζωή, είναι η ζωή η
ίδια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου