το τίποτα και τα πάντα μιας ζωής...
«Ο Στόουνερ», εκδόθηκε το 1965. Ο Williams πέθανε το 1994 και δεν είδε ποτέ την επιτυχία του βιβλίου του: Επανεκδόθηκε το 2003 στην πατρίδα του, αλλά η αναγνώριση ήρθε στην Ευρώπη 9 χρόνια αργότερα, μετά την έκδοσή του στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία κ.α. –και μάλιστα όχι από την «επίσημη» κριτική, αλλά από τους αναγνώστες. Ο χρόνος, τον οποίο ο Williams θεωρούσε τελικό κριτή ενός συγγραφέα, δικαίωσε και ανέδειξε τελικά ένα πραγματικό λογοτεχνικό διαμάντι.
Στις πρώτες 30 αράδες του βιβλίου ο συγγραφέας δίνει περιληπτικά τη ζωή του Γουίλιαμ Στόουνερ. Οι μισές λένε ότι μετά τον θάνατό του, στους άλλους σχεδόν τίποτα δεν θύμιζε την ύπαρξή του. Στις επόμενες σχεδόν 400 σελίδες θα εξιστορήσει τη ζωή του. Αυτό το τίποτα έχει τη δική του ιστορία. Ο Στόουνερ γεννήθηκε αγροτόπαιδο και ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει σε μια γεωπονική σχολή, για να επιστρέψει και να βελτιώσει το κτήμα τους. Εκεί, σε μια στιγμή «επιφοίτησης» στο μάθημα ενός στριφνού φιλόλογου, ανακαλύπτει την αγγλική λογοτεχνία και της αφιερώνεται, αποκόπτοντας τους δεσμούς με την οικογένειά του. Ειδικεύεται στη μεσαιωνική αγγλική φιλολογία και ακολουθεί πανεπιστημιακή καριέρα, η οποία δεν εκτοξεύεται ποτέ, λόγω και της έχθρας που τρέφει γι’ αυτόν ο πρόεδρος του τμήματός του.
Φίλους ιδιαίτερους δεν έχει: ο ένας εξελίσσεται σε προϊστάμενό του (με τη σχέση τους να αλλοιώνεται ανάλογα), ο δεύτερος σκοτώνεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργογράφει το βιβλίο του, το οποίο γνωρίζει μέτρια υποδοχή. Παντρεύεται τον πρώτο του έρωτα, αλλά ο γάμος εξελίσσεται σε αποτυχία. Η κόρη του μεγαλώνει προβληματικά (με ευθύνη της μητέρας, καθώς ο ίδιος έχει μια στοργική σχέση μαζί της), ζει προβληματικά, καταλήγει αλκοολική. Γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα σε μια σπουδάστριά του, αλλά υποχρεώνονται να χωρίσουν καθώς η σχέση τους θίγει τα χρηστά ήθη της πανεπιστημιακής τους κοινότητας. Γερνώντας γίνεται πιο εκκεντρικός, αρχίζει να αδιαφορεί για όσα τυπικά φρόντιζε όσο ζούσε –εκτός από αυτό που αγαπά, τη μελέτη του αντικειμένου του. Πεθαίνει στο κρεβάτι του, έπειτα από ασθένεια.
Τι ενδιαφέρον υπάρχει σ’ αυτήν την υπόθεση; Ο Williams φροντίζει να έχουν τα πάντα –η ζωή του Στόουνερ είναι μια σπουδή πάνω στη ζωή την ίδια, και μάλιστα στη ζωή ενός ανθρώπου που δεν τον ακούει κανείς, δεν τον βλέπει κανείς, δεν έχει να επιδείξει κάποιο μεγάλο γεγονός – ακόμα και οι τραγωδίες του είναι τυπικές. Μια σύζυγος που του φέρεται σαν να βασανίζει μυρμήγκι βάζοντας ξυλαράκια στον δρόμο του, ένας μεγάλος έρωτας που χάνεται στην ψυχρή λογική των κοινωνικών συμβάσεων, φίλοι ωσεί παρόντες ή φαντάσματα, ένας απροκάλυπτα εχθρικός προϊστάμενος που τον οδηγεί στο περιθώριο του πανεπιστημίου, ατέλειωτες εργασιακές συμβατικότητες και συμβάσεις, ένας χαρακτήρας που εξελίσσεται επειδή χτυπά σε τοίχους και προσαρμόζεται σ’ αυτό, μια ελευθερία που την κατακτά (έστω και με τη μορφή της αντισυμβατικότητας στην εργασιακή συμπεριφορά) πολύ αργά.
Και μόνο ένα σημείο αναφοράς: η αγάπη του για τη δουλειά του, τη μελέτη και τη διδασκαλία. Αυτή που τον συνοδεύει στην ύστατη στιγμή, αυτή που τελικά ήταν το σημείο αναφοράς του και τον χαρακτήρισε –έστω και για να γίνει ο ίδιος μια αδιάφορη ανάμνηση.
Λιτός λόγος, δωρικές και στοχευμένες περιγραφές, διάλογοι μόνο εκεί που περιγράφονται τα μείζονα γεγονότα της ζωής του Στόουνερ, με χαρακτήρες «καθαρούς» και με τα συναισθήματα να προκαλούνται –όχι να περιγράφονται και να τοποθετούνται στην πλοκή. Η γραφή του Williams καταλήγει να είναι ιδιόμορφα απλή, στο πνεύμα του πρωταγωνιστή του βιβλίου.
Και τελικά, τι ήθελε να πει; Εκτός ίσως απ’ ό,τι προαναφέρθηκε για τη μεγάλη αγάπη του Στόουνερ… τίποτα και τα πάντα –σαν όλα να τείνουν να μεγεθύνουν την αξία αυτής της μονόπλευρης αφοσίωσης. Η αφήγηση αφορά μια ζωή ολόκληρη, αλλά δεν υπάρχουν διδάγματα, κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Και γι’ αυτό ίσως το βιβλίο ενοχλήσει (και γι’ αυτό ίσως δεν γνώρισε εκδοτική επιτυχία όταν εκδόθηκε), επειδή αφήνει μια αίσθηση ματαιότητας. Αλλά η αριστουργηματική περιγραφή του θανάτου του Στόουνερ βάζει τα πράγματα στη θέση τους και δίνει στη ζωή του τη διάσταση που της αρμόζει –για όσους το αντιλαμβάνονται ή νοιάζονται να το αντιληφθούν. Ο Williams μιλά για τις μάχες που δίνουμε ή αποφεύγουμε, για τις εσωτερικές συγκρούσεις που μας βασανίζουν, για το στρίμωγμά μας ανάμεσα στις φιλοδοξίες μας, τον αξιακό μας κώδικα και τις κοινωνικές νόρμες, για τον σαρκικό πόθο, που, αν φιμωθεί, μπορεί να γίνει δηλητήριο και για την αγάπη, βεβαίως, την κινητήριο δύναμη όλων. Αναδεικνύεται ότι ο Στόουνερ είναι ένας βαθιά ρομαντικός πρωταγωνιστής (της ζωής του και των ζωών μερικών ακόμα), ευλογημένος και εγκλωβισμένος παράλληλα, σ' αυτό που έχει επιλέξει να αγαπά, στον σκοπό της ζωής του, εν μέσω ανθρώπων απ’ τον οποίο ο κόσμος του πνεύματος (του πανεπιστημίου εν προκειμένω) δεν έχει να του προσφέρει τίποτα παραπάνω (γιατί τελικά οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται παντού) εκτός από το να θρέψει και να συντηρήσει την αγάπη του, τον σκοπό του. Και γιατί τελικά, ένα τίποτα μπορεί να είναι τα πάντα.
«Τα μάτια του άκαιγαν από την προσήλωση σε σκοτεινά κείμενα, ο νους του βάραινε καθώς συσσώρευε παρατηρήσεις, τα δάχτυλά του έτσουζαν από την ανεξίτηλη αίσθηση του παλιού δέρματος και του ναστόχαρτου και του χαρτιού~ ένιωθε όμως να ανοίγεται σ᾽ έναν κόσμο τον οποίο διέσχιζε έστω και φευγαλέα, κάτι που του έδινε λίγη χαρά».
Και ήρθε η ώρα για την παράγραφο της υπερβολής: το «Στόουνερ» είναι ένα αριστούργημα. Για τους πιο… ψύχραιμους, ίσως είναι αρκετός ο χαρακτηρισμός «λογοτεχνικό διαμαντάκι»...
καλό ξημέρωμα...
«Ο Στόουνερ», εκδόθηκε το 1965. Ο Williams πέθανε το 1994 και δεν είδε ποτέ την επιτυχία του βιβλίου του: Επανεκδόθηκε το 2003 στην πατρίδα του, αλλά η αναγνώριση ήρθε στην Ευρώπη 9 χρόνια αργότερα, μετά την έκδοσή του στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία κ.α. –και μάλιστα όχι από την «επίσημη» κριτική, αλλά από τους αναγνώστες. Ο χρόνος, τον οποίο ο Williams θεωρούσε τελικό κριτή ενός συγγραφέα, δικαίωσε και ανέδειξε τελικά ένα πραγματικό λογοτεχνικό διαμάντι.
Στις πρώτες 30 αράδες του βιβλίου ο συγγραφέας δίνει περιληπτικά τη ζωή του Γουίλιαμ Στόουνερ. Οι μισές λένε ότι μετά τον θάνατό του, στους άλλους σχεδόν τίποτα δεν θύμιζε την ύπαρξή του. Στις επόμενες σχεδόν 400 σελίδες θα εξιστορήσει τη ζωή του. Αυτό το τίποτα έχει τη δική του ιστορία. Ο Στόουνερ γεννήθηκε αγροτόπαιδο και ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει σε μια γεωπονική σχολή, για να επιστρέψει και να βελτιώσει το κτήμα τους. Εκεί, σε μια στιγμή «επιφοίτησης» στο μάθημα ενός στριφνού φιλόλογου, ανακαλύπτει την αγγλική λογοτεχνία και της αφιερώνεται, αποκόπτοντας τους δεσμούς με την οικογένειά του. Ειδικεύεται στη μεσαιωνική αγγλική φιλολογία και ακολουθεί πανεπιστημιακή καριέρα, η οποία δεν εκτοξεύεται ποτέ, λόγω και της έχθρας που τρέφει γι’ αυτόν ο πρόεδρος του τμήματός του.
Φίλους ιδιαίτερους δεν έχει: ο ένας εξελίσσεται σε προϊστάμενό του (με τη σχέση τους να αλλοιώνεται ανάλογα), ο δεύτερος σκοτώνεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργογράφει το βιβλίο του, το οποίο γνωρίζει μέτρια υποδοχή. Παντρεύεται τον πρώτο του έρωτα, αλλά ο γάμος εξελίσσεται σε αποτυχία. Η κόρη του μεγαλώνει προβληματικά (με ευθύνη της μητέρας, καθώς ο ίδιος έχει μια στοργική σχέση μαζί της), ζει προβληματικά, καταλήγει αλκοολική. Γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα σε μια σπουδάστριά του, αλλά υποχρεώνονται να χωρίσουν καθώς η σχέση τους θίγει τα χρηστά ήθη της πανεπιστημιακής τους κοινότητας. Γερνώντας γίνεται πιο εκκεντρικός, αρχίζει να αδιαφορεί για όσα τυπικά φρόντιζε όσο ζούσε –εκτός από αυτό που αγαπά, τη μελέτη του αντικειμένου του. Πεθαίνει στο κρεβάτι του, έπειτα από ασθένεια.
Τι ενδιαφέρον υπάρχει σ’ αυτήν την υπόθεση; Ο Williams φροντίζει να έχουν τα πάντα –η ζωή του Στόουνερ είναι μια σπουδή πάνω στη ζωή την ίδια, και μάλιστα στη ζωή ενός ανθρώπου που δεν τον ακούει κανείς, δεν τον βλέπει κανείς, δεν έχει να επιδείξει κάποιο μεγάλο γεγονός – ακόμα και οι τραγωδίες του είναι τυπικές. Μια σύζυγος που του φέρεται σαν να βασανίζει μυρμήγκι βάζοντας ξυλαράκια στον δρόμο του, ένας μεγάλος έρωτας που χάνεται στην ψυχρή λογική των κοινωνικών συμβάσεων, φίλοι ωσεί παρόντες ή φαντάσματα, ένας απροκάλυπτα εχθρικός προϊστάμενος που τον οδηγεί στο περιθώριο του πανεπιστημίου, ατέλειωτες εργασιακές συμβατικότητες και συμβάσεις, ένας χαρακτήρας που εξελίσσεται επειδή χτυπά σε τοίχους και προσαρμόζεται σ’ αυτό, μια ελευθερία που την κατακτά (έστω και με τη μορφή της αντισυμβατικότητας στην εργασιακή συμπεριφορά) πολύ αργά.
Και μόνο ένα σημείο αναφοράς: η αγάπη του για τη δουλειά του, τη μελέτη και τη διδασκαλία. Αυτή που τον συνοδεύει στην ύστατη στιγμή, αυτή που τελικά ήταν το σημείο αναφοράς του και τον χαρακτήρισε –έστω και για να γίνει ο ίδιος μια αδιάφορη ανάμνηση.
Λιτός λόγος, δωρικές και στοχευμένες περιγραφές, διάλογοι μόνο εκεί που περιγράφονται τα μείζονα γεγονότα της ζωής του Στόουνερ, με χαρακτήρες «καθαρούς» και με τα συναισθήματα να προκαλούνται –όχι να περιγράφονται και να τοποθετούνται στην πλοκή. Η γραφή του Williams καταλήγει να είναι ιδιόμορφα απλή, στο πνεύμα του πρωταγωνιστή του βιβλίου.
Και τελικά, τι ήθελε να πει; Εκτός ίσως απ’ ό,τι προαναφέρθηκε για τη μεγάλη αγάπη του Στόουνερ… τίποτα και τα πάντα –σαν όλα να τείνουν να μεγεθύνουν την αξία αυτής της μονόπλευρης αφοσίωσης. Η αφήγηση αφορά μια ζωή ολόκληρη, αλλά δεν υπάρχουν διδάγματα, κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Και γι’ αυτό ίσως το βιβλίο ενοχλήσει (και γι’ αυτό ίσως δεν γνώρισε εκδοτική επιτυχία όταν εκδόθηκε), επειδή αφήνει μια αίσθηση ματαιότητας. Αλλά η αριστουργηματική περιγραφή του θανάτου του Στόουνερ βάζει τα πράγματα στη θέση τους και δίνει στη ζωή του τη διάσταση που της αρμόζει –για όσους το αντιλαμβάνονται ή νοιάζονται να το αντιληφθούν. Ο Williams μιλά για τις μάχες που δίνουμε ή αποφεύγουμε, για τις εσωτερικές συγκρούσεις που μας βασανίζουν, για το στρίμωγμά μας ανάμεσα στις φιλοδοξίες μας, τον αξιακό μας κώδικα και τις κοινωνικές νόρμες, για τον σαρκικό πόθο, που, αν φιμωθεί, μπορεί να γίνει δηλητήριο και για την αγάπη, βεβαίως, την κινητήριο δύναμη όλων. Αναδεικνύεται ότι ο Στόουνερ είναι ένας βαθιά ρομαντικός πρωταγωνιστής (της ζωής του και των ζωών μερικών ακόμα), ευλογημένος και εγκλωβισμένος παράλληλα, σ' αυτό που έχει επιλέξει να αγαπά, στον σκοπό της ζωής του, εν μέσω ανθρώπων απ’ τον οποίο ο κόσμος του πνεύματος (του πανεπιστημίου εν προκειμένω) δεν έχει να του προσφέρει τίποτα παραπάνω (γιατί τελικά οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται παντού) εκτός από το να θρέψει και να συντηρήσει την αγάπη του, τον σκοπό του. Και γιατί τελικά, ένα τίποτα μπορεί να είναι τα πάντα.
«Τα μάτια του άκαιγαν από την προσήλωση σε σκοτεινά κείμενα, ο νους του βάραινε καθώς συσσώρευε παρατηρήσεις, τα δάχτυλά του έτσουζαν από την ανεξίτηλη αίσθηση του παλιού δέρματος και του ναστόχαρτου και του χαρτιού~ ένιωθε όμως να ανοίγεται σ᾽ έναν κόσμο τον οποίο διέσχιζε έστω και φευγαλέα, κάτι που του έδινε λίγη χαρά».
Και ήρθε η ώρα για την παράγραφο της υπερβολής: το «Στόουνερ» είναι ένα αριστούργημα. Για τους πιο… ψύχραιμους, ίσως είναι αρκετός ο χαρακτηρισμός «λογοτεχνικό διαμαντάκι»...
καλό ξημέρωμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου