Χένρι Τζέιμς
Το Ημερολόγιο ενός Πενηντάρη (και κάτι)
Μετ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Εκδ. Εκάτη 2014
Ο Απρίλιος είναι ο γενέθλιος μήνας του Χένρι Τζέιμς. Συγκεκριμένα γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1843. Και ο Απρίλιος είναι ο πιο σκληρός μήνας, λέει ο Έλιοτ, και θα επιβεβαιώσει τη φήμη του, φέρνοντας στην επιφάνεια μια παλιά ιστορία, στης οποίας τα κρόσσια αιωρούνται πολλά αναπάντητα ερωτηματικά. Και αυτό που εκκρεμεί επί είκοσι επτά χρόνια, επανακάμπτει σαν ψυχολογική έρευνα.
Στο Ημερολόγιο ενός Πενηντάρη οι καταγραφές αρχίζουν στις 5 Απριλίου του 1874, στη Φλωρεντία, και σταματούν στις 22 Απριλίου του 1877. Συνολικά περιλαμβάνονται δεκαοχτώ καταγραφές. Οι δεκαέξι γίνονται τον Απρίλιο, Μάιο, Δεκέμβριο του έτους 1874 και δύο ακόμα τον Απρίλιο του 1877. Από τον τίτλο φαίνεται ποιος είναι ο γράφων και ποια ηλικία έχει.
Βρισκόμαστε στην Ιταλία. Συγκεκριμένα στη Φλωρεντία. Εκεί καταφθάνει ένας άντρας μετά από είκοσι επτά χρόνια και τα πάντα του φαίνονται όμοια, όπως τότε. Πότε; «Η φαντασία μου κάνει έναν ολόκληρο κύκλο για να επιστρέψει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε». Το «απ’ όπου ξεκίνησε» είναι το τότε, η γνωριμία του με την κόμισα Σάλβι- Σκαραμπέλι και ο «ολόκληρος κύκλος» είναι το τότε ιδωμένο με τα μάτια του τώρα. Στο τώρα ανήκει ένας νεαρός Άγγλος ερωτευμένος με την κόρη της κόμισσας. Τα σημεία όλα βρίσκονται σε πλήρη αντίστιξη: ο χώρος, η βίλα, το σαλόνι, οι φίλοι, οι δύο άντρες, η κόμισσα, η κόρη της· «μάνα και κόρη μοιάζουν σαν δυο μαντόνες του Αντρέα ντελ Σάρτο». Εκείνο όμως που αισθητά κλέβει τις εντυπώσεις είναι η ατμόσφαιρα της αιώνιας αυτής πόλης, η θεατρικότητά της, η άνεση με την οποία απλώνει τις ομορφιές της στις όχθες του ποταμού. Είναι ο Άρνος που κυλάει τα νερά του ήσυχα μπροστά από τα παλάτια της πόλης, το χρώμα των βουνών και το φως του ήλιου, τα μουσεία και τα πορτρέτα των ωραίων φλωρεντινών κυριών, οπότε οι μνήμες, που σε «κάποιες κρύπτες είχαν βρει καταφύγιο», θα επανακάμψουν κι εκεί κοντά στη γέφυρα που ο Δάντης συνάντησε την Βεατρίκη, ο γράφων θα συναντήσει ένα κοριτσάκι, άγγελο και μίζα εκκίνησης της μνήμης.
Η επίσκεψη στη βίλα θα ξυπνήσει στον μεγάλο κύριο την περιέργεια για το ποια έκβαση θα έχει η ιστορία του νεαρού Άγγλου με την κόρη. Η νέα σχέση κρίνεται σε σχέση με την παλιά – φόντο και εξέλιξή της. Ο περιγράφων λεπτομερώς παρατηρεί ότι, στο σαλόνι της κόρης, η κόρη αποτελεί την επιβίωση της μητέρας: λεπτεπίλεπτη σαν δαντέλα, κοκέτα, με τρομερή αυτογνωσία, μάγισσα, γητεύτρα, ξελογιάστρα, θεατρίνα, υποκρίτρια. Μίγμα επικίνδυνο άρα παγίδα, πράγμα που τον είχε οδηγήσει στην υπαναχώρηση και υποχώρηση. Ο ηλικιωμένος κύριος υποστηρίζει ότι η φυγή του τότε ήταν σοφία, ενώ η νεαρή κόμισσα την κρίνει τώρα ως δειλία και άλλοι ως απλώς «λανθασμένη». Ήταν όμως έτσι; Πολλά θέματα θα προκύψουν. Ένας άντρας αντιμέτωπος με τη μοίρα του, τη γυναίκα, το γάμο, την ευτυχία και την απορία για το αν σωστά έπραξε ή όχι. Το ερώτημα που δεν απαντήθηκε ακόμα θα επανακάμψει υπό το φως της νέας σχέσης. Και μαζί με αυτό θα προκύψουν και άλλα: Γιατί δεν παντρεύτηκε; Γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για άλλη γυναίκα… όπως για κείνη; Γιατί η «καθιστή Μαντόνα» του Ραφαήλ του θυμίζει «εκείνη» αφού δεν μοιάζουν καθόλου οι δυο τους; Και ο φόβος του θανάτου; Είναι ο θάνατος το τέλος της καλλιτεχνικής επεξεργασίας της ζωής; Η κατάληξη της σχέσης της νεαρής κόμισσας θα φωτίσει τη σχέση του ηλικιωμένου κυρίου με τη μητέρα της;
Το Ημερολόγιο ενός πενηντάρη αποτελεί την περίληψη μιας ευρύτερης θεματολογίας που θα αναπτυχθεί σε άλλα έργα του Τζέιμς, τα οποία «ξαναζωντανεύουν σαν να ήταν γραμμένα με συμπαθητική μελάνη». Μόλις τα κοιτάξεις κάτω από το φως τα γράμματα αναδύονται. Οι αναμνήσεις ξυπνούν, οι σκέψεις ορμούν, τα πάντα επανεξετάζονται. Ο γράφων σκέφτεται: «Όταν ένας άνθρωπος φτάνει τα πενήντα δύο του χρόνια, δίχως να βρίσκεται σε κακό χάλι- όταν είναι ικανοποιητικά υγιής, επαρκώς τυχερός, ηθικά εύτακτος, και απολύτως απαλλαγμένος από τους ενοχλητικούς φίλους και συγγενείς- υποθέτω πως, τουλάχιστον από αβρότητα, υποχρεούται να θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή». Άρα το πλήρωμα του χρόνου με όποιες απώλειες, φέρνει σοφία και σοφία είναι η αυτάρκεια στο παρόν. Ο στοχασμός του δεν μας είναι άγνωστος. Σκέφτομαι μάλιστα πως η φράση του «Ταξίδεψα πολύ, εργάστηκα σκληρά, έζησα σε απάνθρωπα κλίματα και σχετίστηκα με κουραστικούς ανθρώπους» δεν απέχει πολύ από μια ανάλογη φράση του Γιώργου Σεφέρη ο οποίος κατέγραφε: «Ταξίδεψα κουράστηκα κι έγραψα λίγο/ μα συλλογίστηκα πολύ το γυρισμό, σαράντα χρόνια». Ο γυρισμός θα φέρει την απάντηση στο μετέωρο ερώτημα; Γιατί επιστρέφει ο ήρωας εκεί; Αν αυτό που συντηρεί τη νεότητα είναι η συντήρηση της ίδιας της νεότητας, τότε ο ένας άντρας είναι η νεότητα του άλλου; Δύσκολη απάντηση.
Ο συγγραφέας μας ενημερώνει ότι έχει βιώσει τη βαθιά απορία, την απύθμενη οδύνη, ότι ζει στο παρελθόν, πηγαίνει στις γκαλερί, στα παλιά ανάκτορα, στις εκκλησίες, στα μουσεία. Εκεί πήγαινε με την μητέρα της σημερινής κόμισσας. Η κόμισσα έμεινε χήρα και ξαναπαντρεύτηκε. Μια μονομαχία βρίσκεται πίσω από τον νεκρό σύζυγο. Ένας ερωτευμένος εραστής έχει βγάλει στην άκρη τον μισητό αντίζηλο-σύζυγο. Η κόρη έμεινε χήρα και ξαναπαντρεύτηκε επίσης. Το δεύτερο ζευγάρι ευτυχεί. Ο ένας στους δύο κερδίζει. Η τελευταία καταγραφή στο Ημερολόγιο σύρει ένα πλήθος νέων γοητευτικών ερωτημάτων, κλονίζοντας και την εμπιστοσύνη που παρέχουν στον μεγάλο κύριο τα πενήντα δύο του χρόνια και η απόσταση από τα γεγονότα. Τελικά, τίποτα δεν έχει απαντηθεί και όλα τα ερωτήματα στροβιλίζονται στον ατέρμονα κοχλία, συμμετέχοντας στο αέναο παιχνίδι της ζωής, που ανανεώνει το αίνιγμά της.
Ιλυ........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου