σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου....
τελεταία βραδυά, τελεταία νύχτα, πλησιάζουν μεσάνυχτα... το ποτύρι ξαναγεμίζει.... φαίνεται μεθυσμένος πλειότερον παράποτε....
δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον....
χειμώνας...., οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη.... μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος......... σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα.... δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή.... δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή.... έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση.... δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος....
ηύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν.... επιάσθη από το αγκωνάρι.... εκλονήθη.... ακούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια.... εμορμύρισε:
- να είχαν οι φωτιές έρωτα!... να είχαν οι θηλιές χιόνια.....
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου....
τελεταία βραδυά, τελεταία νύχτα, πλησιάζουν μεσάνυχτα... το ποτύρι ξαναγεμίζει.... φαίνεται μεθυσμένος πλειότερον παράποτε....
δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον....
χειμώνας...., οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη.... μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος......... σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα.... δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή.... δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή.... έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση.... δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος....
ηύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν.... επιάσθη από το αγκωνάρι.... εκλονήθη.... ακούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια.... εμορμύρισε:
- να είχαν οι φωτιές έρωτα!... να είχαν οι θηλιές χιόνια.....
...........................................................................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου