Ο άνθρωπος της γραφής δεν είναι ένα εξωπραγματικό, εσωστρεφές, ανένταχτο ον. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, σχεδόν προορισμένος να ακούει περισσότερο, να βλέπει εις βάθος, να οσφραίνεται τον έξω κόσμο με τις δυνάμεις του εντός. Όλα να τα φιλτράρει μέσα από αυτό το αγωνιώδες πνεύμα και την ασύχαστη ψυχή του. Έπειτα καταγράφει με ό,τι βρει και πάνω σε ό,τι βρει ό,τι είδε, άκουσε, οσφράνθηκε, όσα υπάρχουν και όσα δεν υπάρχουν, ακόμα και εκείνα που οραματίστηκε. Μετεωρίζεται μέσα στον κόσμο που υπάρχει και σε εκείνον τον μυστικό της ψυχής. Φέρνει στην επιφάνεια την αφάνεια του μέσα άλγους που προηγήθηκε, τον μοιράζεται με έναν ιδανικό ακροατή, έχει τη βεβαιότητα ότι κάποιος τον ακούει, τον συντρέχει, τον συμπονά, τον ευσπλαχνίζεται. «Ο άνθρωπος» …… «ζητάει τον άνθρωπο σα λύκος. Εναγώνια, σπαραχτικά… να σταθεί για λίγο στον κύκλο της ζεστασιάς του».
Η ψυχή είναι ένα πηγάδι. Μέσω της γραφής ανασύρεις το σκοτάδι της, το ανεβάζεις στο φως. Το σκοτάδι τούτο φιλτράρεται πλέον μέσα από αυτό το φως και γίνεται το ίδιο φως, αυτό το αγγελικό και μαύρο σολωμικό φως. Ανεμίζεις ένα ποίημα στον ουρανό, ανεμίζεις μια κραυγή στον ουρανό, να ανασάνεις.
Ιάται επομένως μονάχα αυτός που μετέχει άμεσα, ο καθημαγμένος, ο αιμορραγών; Όχι, βέβαια. Ισχύει το αλωνάκι του Σολωμού. Από αυτό το αλωνάκι στον κόσμο όλο. Από τη μια ψυχή, στην κοινωνία των ψυχών. Από ένα στίχο σώζεσαι -ενδέχεται- όταν τον γράψεις, τον εκτοξεύσεις, τον δεις απάνω στο χαρτί, στην πέτρα, στο φύλλο, στον κορμό, στο χιόνι ή στην άμμο, αλλά και από ένα στίχο σώζεσαι -μπορεί και με την ίδια πιθανότητα, όταν τον διαβάσεις.
Διαβάζεις επομένως και λυτρώνεσαι. Λυτρώνεσαι και ενδέχεται να γράψεις. Γράφεις με τη σειρά σου και παρηγορείσαι. Παρηγορείσαι και άρα θεραπεύεσαι. Έστω, -κι αν δεν θεραπεύεσαι πλήρως- βάζεις μια γάζα ή παίρνεις ένα παυσίπονο. Καθυστερείς κάπως τον επιούσιο θάνατο. Άρα ενδέχεται να συναντήσεις την έξοδο από το λαβύρινθο. Τούτο μπορεί να συμβεί και σε μια σχολική τάξη. Όχι η δημιουργική γραφή, αλλά η «ιαματική». Η ίαση της ψυχής και επομένως το ένα και μοναδικό βήμα, το εφιαλτικά αναγκαίο προς τα μπροστά. Άρα και προς την ελευθερία. Η γραφή συνιστά μια πράξη ελευθερίας. Τη μόνη ίσως που κάποτε αξιωνόμαστε.
Έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης, μιλώντας για τον Γιαννούλη Χαλεπά: «Η τέχνη είναι ένα μυστηριώδες πράγμα. Και αυτό το μυστηριώδες πράγμα πρέπει να βλέπεται σαν τη μεγαλύτερη παρηγοριά, σαν ένα μεγάλο αντίβαρο μέσα στην ζωή, δοσμένο από την ίδια μυστηριώδη δύναμι του ανθρώπου».
Γράφει με το δικό της τρόπο η μαθήτρια της Α’ γυμνασίου Μαίρη Γκαλιάν: «Μέσα από το γράψιμο ανοίγεται η ψυχή και η καρδιά του ανθρώπου δείχνοντας το τι είναι στην πραγματικότητα και όχι το τι είναι στην καθημερινή ζωή του. Απελευθερώνεται από αυτά που τον βασανίζουν και τον τρώνε κάθε μέρα που αν και θέλει να τα πει δεν μπορεί. Επομένως η γραφή είναι ένας τρόπος για να ανοίξεις την ψυχή σου και να τα γράψεις όλα. Στην ουσία η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ηφαίστειο που αν βρει έξοδο και γενναιότητα εκείνη την στιγμή θα εκραγεί και όλα αυτά που χρόνια σκεφτόταν, θα γραφτούν όλα πλέον πάνω σε ένα χαρτί. Όμως δεν είναι πάντοτε που μέσα στη γραφή τα λέμε όλα, μερικές φορές γράφουμε απλώς για να έχουμε αυτόν που απευθυνόμαστε κοντά μας και ζωντανό στο μυαλό μας».
Όλγα Ντέλλα
Ο άνθρωπος της γραφής θεραπεύεται από τα σκοτάδια του, μέσα από τα ίδια τα σκοτάδια, βγαίνει στο φως μέσα από τη σπείρα του σκότους, ξορκίζει το κακό, σβήνει την οδό του πόνου διασχίζοντας την ίδια την οδό που γίνεται γραφή, αναπαριστά το ένδον βίωμα και το καταθέτει. Γράφει, γιατί κάποτε η γραφή γίνεται «το πρόσχημα του βίου μας», γιατί, όπως έλεγε ο ποιητής Ματθαίος Μουντές, «γράφω για να κρατιέμαι στη ζωή, για τον αναπόδραστον αγώνα, να μην τρελαθώ». Η «καλλιτεχνική δημιουργία, όπως και η τρέλα -ναι, η παραφροσύνη- είναι η διέξοδος από την εσωτερική σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο ή το άμεσο περιβάλλον του. Η Δημιουργία είναι η πρόσκαιρη κατάργηση ενός κλίματος και η μετάβαση σ’ ένα άλλο, που κατασκευάζει ο Δημιουργός, όπου και καταφεύγει για να ανασαίνει άνετα μέσα του».
Γράφει για να ανασάνει, για να υπάρξει άνετα τουλάχιστον μέσα του. Γράφει και κάποτε σώζεται, έστω και προσώρας, για μερικά χρόνια έστω, όπως η Ann Sexton ή η Πηνελόπη Δέλτα και άπειροι άλλοι, κάνοντας την επιβίωσή τους με τρόπο συγκλονιστικό γραφή, ή και ζωγραφική όπως ο Van Gogh, γλυπτική όπως ο Χαλεπάς, καθυστερώντας πάραυτα τη φυγή τους από αυτό τον κόσμο, δίνοντας στον εαυτό τους bonus ζωής. «Το ποιητικό έργο», γράφει ο ποιητής Γιώργος Γεωργούσης, «δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς από την μοίρα τού να είναι, εκτός από τα άλλα, και μια, με τον τρόπο της, κρυψιγενής αυτοβιογραφία. Δεν υπάρχει μεγάλος δημιουργός χωρίς συνείδηση του εαυτού του, αφού και ο εαυτός του είναι κι αυτός αντικείμενο της μελέτης του. Ο Δάντης και ο Θερβάντες είναι τυπικά παραδείγματα άκρως προσωπικού έργου μεγάλης αντικειμενικότητας –η αυτοβιογραφία που γίνεται κοσμογραφία και ψυχογραφία».
Η ποίηση υπήρχε πάντα. Η ποίηση βγαίνει «μ’ έναν βαθύ βρυχηθμό, πετάγεται απ’ την ψυχή σου σαν πύραυλος», συμβαίνει «μονάχα όταν νιώσεις πως αν δεν το κάνεις θα τρελαθείς, θ’ αυτοκτονήσεις ή θα σκοτώσεις». Συμβαίνει μονάχα όταν «νιώσεις πως ο ήλιος σου καίει μέσα σου τα σπλάχνα», γράφει ο Bukowski. Αν δε συμβεί έτσι, με τρόπο καθημαγμένο, ό,τι προκύψει, ποίηση δεν είναι, παρά τέχνη κατ’ επίφασιν, τέχνη «για το γούστο», όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκη.
Συχνότατα θεωρήθηκαν οι άνθρωποι της γραφής αλαφροΐσκιωτοι που αδυνατούν να εκφύγουν από τον πόνο, που κουράζουν με την αγεφύρωτη οδύνη τους -ένας σπαραγμός να τους χωρίζει από το σώμα των υπολοίπων, που δυσκολεύουν με την έντασή της και προκαλούν αποστροφή μες στην εφήμερη ευημερία του σήμερα, την επικράτηση της χαλάρωσης, του εφησυχασμού, της αδιαφορίας.
Συχνότατα θεωρήθηκαν οι άνθρωποι της γραφής αλαφροΐσκιωτοι που αδυνατούν να εκφύγουν από τον πόνο, που κουράζουν με την αγεφύρωτη οδύνη τους -ένας σπαραγμός να τους χωρίζει από το σώμα των υπολοίπων, που δυσκολεύουν με την έντασή της και προκαλούν αποστροφή μες στην εφήμερη ευημερία του σήμερα, την επικράτηση της χαλάρωσης, του εφησυχασμού, της αδιαφορίας.
Ο άνθρωπος της γραφής αδυνατεί να χαλαρώσει, να ευημερήσει αβασάνιστα, να εφησυχάσει, να αδιαφορήσει. Υιοθετεί τον πόνο των άλλων μέσα στον δικό του πόνο, πονά και για κείνους ή κάνει το δικό του πόνο σκευή, ώστε και για τους άλλους να μιλήσει. «Εάν η γλώσσα είναι το πιο ατίθασο δημιούργημα του ανθρώπου, η ποιητική γλώσσα είναι η πιο ανθρώπινη εκδοχή αυτού του δημιουργήματος». Και ο άνθρωπος της γραφής είναι κάποτε ο πιο γονυκλινής μες στους ανθρώπους. Μπορεί τίποτα το πρωτότυπο να μη λέει, να περιδινείται γύρω από τα ίδια ορόσημα, την ύπαρξη, το θάνατο, τον έρωτα, εντούτοις καταθέτει τη δική του αλήθεια και όσο πιο εκσκαπτικά το κάνει, τόσο πιο αυθεντική είναι η φωνή που μιλά, γιατί «το σημαντικότερο», «δεν είναι να πεις κάτι καινούργιο, είναι να έχεις μόνος σου αναζητήσει και βρει αυτό που λες, και να είναι αληθινό».
Οι γραφείς τούτοι πεθαίνουν για την αλήθεια των πραγμάτων και για τούτο δεν βολεύουν τον εαυτό τους πάνω σε μια φλοιώδη πραγματικότητα. Ανάγκη τους ήταν πάντα να διαρρήξουν τον μανδύα, για ν’ αντικρύσουν τον πυρήνα, της ψυχής τους, της ψυχής του κόσμου. Μέσα από την ψυχή τους οδεύουν με τρόπο αλάνθαστο στην ψυχή του κόσμου. Όσο πιο βαθιά εισχωρούν στη δική τους, όσο βαθύτερα σκάψουν, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να ανταμώσουν με «το αρχικό Ψ της Ψυχής του κόσμου. Τούτο της ψυχής το όργωμα είναι πάντα επώδυνο, προτού βλαστήσει ό,τι βλαστήσει, η οδύνη είναι αυτή που κυριαρχεί. Οι άνθρωποι της γραφής δεν περιπατούν, δεν περιηγούνται, ποτέ δεν έκαναν στα λόγια περίπατο, φορούν το λόγο κατάσαρκα και τον ζούνε στην κόψη του ξυραφιού.
«Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές». Άνθρωποι που γράφουν και για όσους δεν μπορούν. Άνθρωποι που πονούν για όλους μας.
Προτού τους αγγίξει το όποιο φως, όταν στο σκοτάδι είναι, όταν στον καιρό του σταυρού, φόβος τους σκορπίζει, η ίδια η αμφισβήτηση, η αθυμία που φέρνει το βύθος της αγωνίας, ο καιρός του σταυρού που σε κάνει σχοινοβάτη ή τυφλοπόντικα. Οι πληγές κακοφορμίζουν, επιστρέφουν, υπάρχουν. Ο πόνος θριαμβεύει κεκλεισμένων των θυρών, ένας πόνος μασίφ, που προκαλεί τεμαχισμό σε αυτό το παλίμψηστο που καλείται ψυχή. Εξέρχονται δια της γραφής, κάποτε βουλιάζουν μέσα της, όπως θα βούλιαζαν και μέσα στην πραγματικότητα της ζωής, κάποτε ποτέ δεν εξέρχονται από το λαβύρινθό τους, χτυπιούνται πάνω στα τοιχώματά του, αδυνατούν να εντοπίσουν την όποια έξοδο. Είναι η στιγμή που τίποτα δε βοηθά, ούτε καν η γραφή. Παράδειγμα κραυγαλέο ο Καρυωτάκης. Παράδειγμα στωικής αναχώρησης η Πολυδούρη. Κοντά τους ο Βιζυηνός, ο Μαγιακόφσκυ, η Τσβετάγιεβα, ο Τσέλαν. Η Πλαθ, ο Λαπαθιώτης, ο Γιαννόπουλος, ο Παβέζε.
Οι άνθρωποι της γραφής ακολουθούν αναπότρεπτα την οδό του μαρτυρίου τους. Δεν υπεκφεύγουν, δεν ωραιοποιούν, δε θάβουν τον πόνο, στέκονται έναντί του και τον γεύονται ολάκερο. Υποβαστάζουν μια ασφυξία που εντός της καλούνται να επιβιώσουν. Γιατί κάποτε ζουν μόνο στο σώμα των γραπτών τους. Και έτσι το πένθος της ζωής με τη γραφή ξορκίζουν, παρ’ όλο που δεν το αποβάλλουν, παρά μόνο κύκλους επάλληλους κάνει και κείνοι συνεχίζουν με την ίδια ένταση τον πόνο να βιώνουν και την αποτύπωσή του. Την αλυπία δηλαδή να αναζητούν με μανία. Με χρονολογία 6 Οκτωβρίου 1802 υπάρχει ένα σημείωμα του Μπετόβεν, κάτι σαν πρωθύστερη αποκωδικοποίηση του παρόντος αλλά και του μέλλοντός του: «Ω, εσείς άνθρωποι που πιστεύετε ή λέτε ότι είμαι κακόβουλος, πεισματάρης ή μισάνθρωπος, πόσο πολύ με αδικείτε. Δεν ξέρετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να φαίνομαι έτσι στα μάτια σας, και θα έδινα τέλος στη ζωή μου – ήταν μόνο η τέχνη μου που με κράτησε πίσω. Φάνταζε αδύνατο να εγκαταλείψω τα εγκόσμια μέχρι να βγάλω έξω όσα ένιωθα ότι υπήρχαν μέσα μου».
Οι γραφείς τούτοι πεθαίνουν για την αλήθεια των πραγμάτων και για τούτο δεν βολεύουν τον εαυτό τους πάνω σε μια φλοιώδη πραγματικότητα. Ανάγκη τους ήταν πάντα να διαρρήξουν τον μανδύα, για ν’ αντικρύσουν τον πυρήνα, της ψυχής τους, της ψυχής του κόσμου. Μέσα από την ψυχή τους οδεύουν με τρόπο αλάνθαστο στην ψυχή του κόσμου. Όσο πιο βαθιά εισχωρούν στη δική τους, όσο βαθύτερα σκάψουν, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να ανταμώσουν με «το αρχικό Ψ της Ψυχής του κόσμου. Τούτο της ψυχής το όργωμα είναι πάντα επώδυνο, προτού βλαστήσει ό,τι βλαστήσει, η οδύνη είναι αυτή που κυριαρχεί. Οι άνθρωποι της γραφής δεν περιπατούν, δεν περιηγούνται, ποτέ δεν έκαναν στα λόγια περίπατο, φορούν το λόγο κατάσαρκα και τον ζούνε στην κόψη του ξυραφιού.
«Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές». Άνθρωποι που γράφουν και για όσους δεν μπορούν. Άνθρωποι που πονούν για όλους μας.
Προτού τους αγγίξει το όποιο φως, όταν στο σκοτάδι είναι, όταν στον καιρό του σταυρού, φόβος τους σκορπίζει, η ίδια η αμφισβήτηση, η αθυμία που φέρνει το βύθος της αγωνίας, ο καιρός του σταυρού που σε κάνει σχοινοβάτη ή τυφλοπόντικα. Οι πληγές κακοφορμίζουν, επιστρέφουν, υπάρχουν. Ο πόνος θριαμβεύει κεκλεισμένων των θυρών, ένας πόνος μασίφ, που προκαλεί τεμαχισμό σε αυτό το παλίμψηστο που καλείται ψυχή. Εξέρχονται δια της γραφής, κάποτε βουλιάζουν μέσα της, όπως θα βούλιαζαν και μέσα στην πραγματικότητα της ζωής, κάποτε ποτέ δεν εξέρχονται από το λαβύρινθό τους, χτυπιούνται πάνω στα τοιχώματά του, αδυνατούν να εντοπίσουν την όποια έξοδο. Είναι η στιγμή που τίποτα δε βοηθά, ούτε καν η γραφή. Παράδειγμα κραυγαλέο ο Καρυωτάκης. Παράδειγμα στωικής αναχώρησης η Πολυδούρη. Κοντά τους ο Βιζυηνός, ο Μαγιακόφσκυ, η Τσβετάγιεβα, ο Τσέλαν. Η Πλαθ, ο Λαπαθιώτης, ο Γιαννόπουλος, ο Παβέζε.
Οι άνθρωποι της γραφής ακολουθούν αναπότρεπτα την οδό του μαρτυρίου τους. Δεν υπεκφεύγουν, δεν ωραιοποιούν, δε θάβουν τον πόνο, στέκονται έναντί του και τον γεύονται ολάκερο. Υποβαστάζουν μια ασφυξία που εντός της καλούνται να επιβιώσουν. Γιατί κάποτε ζουν μόνο στο σώμα των γραπτών τους. Και έτσι το πένθος της ζωής με τη γραφή ξορκίζουν, παρ’ όλο που δεν το αποβάλλουν, παρά μόνο κύκλους επάλληλους κάνει και κείνοι συνεχίζουν με την ίδια ένταση τον πόνο να βιώνουν και την αποτύπωσή του. Την αλυπία δηλαδή να αναζητούν με μανία. Με χρονολογία 6 Οκτωβρίου 1802 υπάρχει ένα σημείωμα του Μπετόβεν, κάτι σαν πρωθύστερη αποκωδικοποίηση του παρόντος αλλά και του μέλλοντός του: «Ω, εσείς άνθρωποι που πιστεύετε ή λέτε ότι είμαι κακόβουλος, πεισματάρης ή μισάνθρωπος, πόσο πολύ με αδικείτε. Δεν ξέρετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να φαίνομαι έτσι στα μάτια σας, και θα έδινα τέλος στη ζωή μου – ήταν μόνο η τέχνη μου που με κράτησε πίσω. Φάνταζε αδύνατο να εγκαταλείψω τα εγκόσμια μέχρι να βγάλω έξω όσα ένιωθα ότι υπήρχαν μέσα μου».
Επομένως υπάρχει η γραφή. υπάρχει κάποτε ως η μόνη παραμυθία, ως δέντρο μοναδικό, ως βροχή μες σε μακρόβια ανομβρία, ως το ελάχιστο νερό μέσα σε στέρνα. Υπάρχει ως μια στάλα ζωής μετά τον καιρό του σταυρού. Είναι ο καθρέφτης της, όλα τα φανερώνει. Όπως είναι, αλλά και όπως θα ήθελες να είναι. Αυτό που συνέβη αλλά και ό,τι δεν συνέβη, αλλά θα ήθελες να συμβεί. Τα αρνητικά πρόσημα της ζωής και προπάντων τα ευκταία. Η γραφή στην καλύτερη της στιγμή γίνεται παραμύθι. Το παραμύθι μέσα στην πραγματικότητα. Και επομένως, η μοναδική της παραμυθία.
Η ψυχή είναι ένα πηγάδι. Μέσω της γραφής ανασύρεις το σκοτάδι της, το ανεβάζεις στο φως. Το σκοτάδι τούτο φιλτράρεται πλέον μέσα από αυτό το φως και γίνεται το ίδιο φως, αυτό το αγγελικό και μαύρο σολωμικό φως. Ανεμίζεις ένα ποίημα στον ουρανό, ανεμίζεις μια κραυγή στον ουρανό, να ανασάνεις.
Ιάται επομένως μονάχα αυτός που μετέχει άμεσα, ο καθημαγμένος, ο αιμορραγών; Όχι, βέβαια. Ισχύει το αλωνάκι του Σολωμού. Από αυτό το αλωνάκι στον κόσμο όλο. Από τη μια ψυχή, στην κοινωνία των ψυχών. Από ένα στίχο σώζεσαι -ενδέχεται- όταν τον γράψεις, τον εκτοξεύσεις, τον δεις απάνω στο χαρτί, στην πέτρα, στο φύλλο, στον κορμό, στο χιόνι ή στην άμμο, αλλά και από ένα στίχο σώζεσαι -μπορεί και με την ίδια πιθανότητα, όταν τον διαβάσεις.
Διαβάζεις επομένως και λυτρώνεσαι. Λυτρώνεσαι και ενδέχεται να γράψεις. Γράφεις με τη σειρά σου και παρηγορείσαι. Παρηγορείσαι και άρα θεραπεύεσαι. Έστω, -κι αν δεν θεραπεύεσαι πλήρως- βάζεις μια γάζα ή παίρνεις ένα παυσίπονο. Καθυστερείς κάπως τον επιούσιο θάνατο. Άρα ενδέχεται να συναντήσεις την έξοδο από το λαβύρινθο. Τούτο μπορεί να συμβεί και σε μια σχολική τάξη. Όχι η δημιουργική γραφή, αλλά η «ιαματική». Η ίαση της ψυχής και επομένως το ένα και μοναδικό βήμα, το εφιαλτικά αναγκαίο προς τα μπροστά. Άρα και προς την ελευθερία. Η γραφή συνιστά μια πράξη ελευθερίας. Τη μόνη ίσως που κάποτε αξιωνόμαστε.
Έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης, μιλώντας για τον Γιαννούλη Χαλεπά: «Η τέχνη είναι ένα μυστηριώδες πράγμα. Και αυτό το μυστηριώδες πράγμα πρέπει να βλέπεται σαν τη μεγαλύτερη παρηγοριά, σαν ένα μεγάλο αντίβαρο μέσα στην ζωή, δοσμένο από την ίδια μυστηριώδη δύναμι του ανθρώπου».
Γράφει με το δικό της τρόπο η μαθήτρια της Α’ γυμνασίου Μαίρη Γκαλιάν: «Μέσα από το γράψιμο ανοίγεται η ψυχή και η καρδιά του ανθρώπου δείχνοντας το τι είναι στην πραγματικότητα και όχι το τι είναι στην καθημερινή ζωή του. Απελευθερώνεται από αυτά που τον βασανίζουν και τον τρώνε κάθε μέρα που αν και θέλει να τα πει δεν μπορεί. Επομένως η γραφή είναι ένας τρόπος για να ανοίξεις την ψυχή σου και να τα γράψεις όλα. Στην ουσία η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ηφαίστειο που αν βρει έξοδο και γενναιότητα εκείνη την στιγμή θα εκραγεί και όλα αυτά που χρόνια σκεφτόταν, θα γραφτούν όλα πλέον πάνω σε ένα χαρτί. Όμως δεν είναι πάντοτε που μέσα στη γραφή τα λέμε όλα, μερικές φορές γράφουμε απλώς για να έχουμε αυτόν που απευθυνόμαστε κοντά μας και ζωντανό στο μυαλό μας».
Όλγα Ντέλλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου